- ἀειλογία
- ἀειλογίᾱ , ἀειλογίαcontinual talkingfem nom/voc/acc dualἀειλογίᾱ , ἀειλογίαcontinual talkingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αειλογία — ἀειλογία, η (Α) [*ἀειλόγος] 1. ακατάπαυστη ομιλία, πολυλογία 2. (ως αττ. δικαν. όρος) πρόταση στο δικαστήριο να παρακολουθείται συνεχώς η διαγωγή κάποιου, να τεθεί «υπό παρακολούθησιν» («τὸ ἀεὶ λόγον καὶ εὐθύνας ὑπέχειν»), συνεχής παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
ἀειλογίᾳ — ἀειλογίαι , ἀειλογία continual talking fem nom/voc pl ἀειλογίᾱͅ , ἀειλογία continual talking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειλογίας — ἀειλογίᾱς , ἀειλογία continual talking fem acc pl ἀειλογίᾱς , ἀειλογία continual talking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειλογίαν — ἀειλογίᾱν , ἀειλογία continual talking fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek